- κτηνασφάλεια
- κτηνασφάλιση [-ις (-εως)] η страхование скота
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κτηνασφάλεια — και κτηνασφάλιση, η η ασφάλιση τών αγροτικών κτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + ασφάλεια] … Dictionary of Greek
κτηνασφάλιση — η βλ. κτηνασφάλεια … Dictionary of Greek